σκοτασμός

σκοτασμός
ο, ΝΜΑ [σκοτάζω]
1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό
2. μείωση, ελάττωση τής όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.)
νεοελλ.-μσν.
1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ, ὅταν ψωμὶν οὐκ ἔχω», Πρόδρ.)
2. μτφ. διανοητικό ή ψυχικό σκοτάδι, έλλειψη πνευματικού φωτός (α. «και τη γαλήνη τού νου έπνιξέ την ο σκοτασμός», Ζερβ.
β. «τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν», Μηναί.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοτασμός — a being masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτασμοῖς — σκοτασμός a being masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτασμοί — σκοτασμός a being masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτασμοῦ — σκοτασμός a being masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτασμῷ — σκοτασμός a being masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτασμόν — σκοτασμός a being masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”